ανωτερότητα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανωτερότητα οι ανωτερότητες
      γενική της ανωτερότητας των ανωτεροτήτων
    αιτιατική την ανωτερότητα τις ανωτερότητες
     κλητική ανωτερότητα ανωτερότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανωτερότητα < (καθαρεύουσα) ανωτερότης < ανώτερος + -ότης ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική superiorité)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ανωτερότητα θηλυκό

  1. το να είναι κάποιος ανώτερος, η ιδιότητα του ανώτερου
  2. (κατ’ επέκταση) αξιοπρέπεια

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]