αξεπέραστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.kseˈpe.ɾa.stos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /a.kseˈpe.ɾa.sti/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /a.kseˈpe.ɾa.sto/ ουδέτερο
Επίθετο[επεξεργασία]
αξεπέραστος, -η, -ο
- που δεν μπορεί κανείς να τον ξεπεράσει, να πετύχει κάτι καλύτερό του
- αξεπέραστη ομορφιά
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αξεπέραστος