αξιολόγηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: αξιοδότηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αξιολόγηση οι αξιολογήσεις
      γενική της αξιολόγησης* των αξιολογήσεων
    αιτιατική την αξιολόγηση τις αξιολογήσεις
     κλητική αξιολόγηση αξιολογήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αξιολογήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αξιολόγηση < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἀξιολόγησις.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε αξιολογώ + -ση.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.ksi.oˈlo.ʝi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ξι‐ο‐λό‐γη‐ση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αξιολόγηση θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]