αξιολόγηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αξιολόγηση | οι | αξιολογήσεις |
γενική | της | αξιολόγησης* | των | αξιολογήσεων |
αιτιατική | την | αξιολόγηση | τις | αξιολογήσεις |
κλητική | αξιολόγηση | αξιολογήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αξιολογήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αξιολόγηση < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἀξιολόγησις.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε αξιολογώ + -ση.
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.ksi.oˈlo.ʝi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ξι‐ο‐λό‐γη‐ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αξιολόγηση θηλυκό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αξιολογώ: το να εντοπίσει κάποιος τα θετικά και τα αρνητικά στοιχεία κάποιου ή κάτι και να κρίνει με βάση αυτά τα στοιχεία την επίδοση, την αποτελεσματικότητα ή την αξία του, ειδικά σε σύγκριση με άλλους ανθρώπους ή άλλα πράγματα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αξιολόγηση
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ αξιολόγηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ση (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)