αξιώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αξιώνω < αρχαία ελληνική ἀξιόω, -ῶ

Ρήμα[επεξεργασία]

αξιώνω

  1. απαιτώ, ζητώ, έχω την αξίωση
    αξιώνουμε την ικανοποίηση των αιτημάτων μας
  2. θεωρώ κάποιον άξιο μιας ικανοποίησης, δίνω σε κάποιον την ικανοποίηση (να χαρεί κάτι)
    ευχαριστώ το Θεό που με αξίωσε να σε δω έναν καταξιωμένο επιστήμονα

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]