αξονομετρικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αξονομετρικός < αξονομετρία + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
αξονομετρικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την αξονομετρία ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αξονομετρικά
- → δείτε τις λέξεις αξονομετρία, άξονας και μέτρο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αξονομετρικός