αξονομετρικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αξονομετρικός η αξονομετρική το αξονομετρικό
      γενική του αξονομετρικού της αξονομετρικής του αξονομετρικού
    αιτιατική τον αξονομετρικό την αξονομετρική το αξονομετρικό
     κλητική αξονομετρικέ αξονομετρική αξονομετρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αξονομετρικοί οι αξονομετρικές τα αξονομετρικά
      γενική των αξονομετρικών των αξονομετρικών των αξονομετρικών
    αιτιατική τους αξονομετρικούς τις αξονομετρικές τα αξονομετρικά
     κλητική αξονομετρικοί αξονομετρικές αξονομετρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αξονομετρικός < αξονομετρία + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

αξονομετρικός, -ή, -ό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]