αξόδιαστος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αξόδιαστος η αξόδιαστη το αξόδιαστο
      γενική του αξόδιαστου της αξόδιαστης του αξόδιαστου
    αιτιατική τον αξόδιαστο την αξόδιαστη το αξόδιαστο
     κλητική αξόδιαστε αξόδιαστη αξόδιαστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αξόδιαστοι οι αξόδιαστες τα αξόδιαστα
      γενική των αξόδιαστων των αξόδιαστων των αξόδιαστων
    αιτιατική τους αξόδιαστους τις αξόδιαστες τα αξόδιαστα
     κλητική αξόδιαστοι αξόδιαστες αξόδιαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αξόδιαστος < α- + ξοδιάζω + -τος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aˈkso.ðʝa.stos/

Επίθετο[επεξεργασία]

αξόδιαστος, -η, -ο

  1. αξόδευτος
  2. ανέξοδος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]