αορτήρας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀορτήρ, αορτή

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αορτήρας οι αορτήρες
      γενική του αορτήρα των αορτήρων
    αιτιατική τον αορτήρα τους αορτήρες
     κλητική αορτήρα αορτήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αορτήρας < αρχαία ελληνική ἀορτήρ < ἄορ (ξίφος) < ἀείρω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αορτήρας αρσενικό

  • λουρί που υπάρχει σε εξοπλισμό και χρησιμεύει για να κρεμιέται στον ώμο (σε τουφέκι, σε θήκη ξίφους, σε σακίδιο κλπ)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]