απάδων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀπᾴδων

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απάδων η απάδουσα το απάδον
      γενική του απάδοντος της απάδουσας
απαδούσης*
του απάδοντος
    αιτιατική τον απάδοντα την απάδουσα το απάδον
     κλητική απάδων απάδουσα απάδον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απάδοντες οι απάδουσες τα απάδοντα
      γενική των απαδόντων των απαδουσών των απαδόντων
    αιτιατική τους απάδοντες τις απάδουσες τα απάδοντα
     κλητική απάδοντες απάδουσες απάδοντα
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απάδων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπᾴδων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ἀπᾴδω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aˈpa.ðon/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πά‐δων
ομόηχο: απάδον

Μετοχή[επεξεργασία]

απάδων, -ουσα, -ον

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]