απάνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απάνω < αρχαία ελληνική ἐπάνω

Επίρρημα[επεξεργασία]

απάνω

  • σε ψηλότερο σημείο

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]