απήγανος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο απήγανος οι απήγανοι
      γενική του απήγανου των απήγανων
    αιτιατική τον απήγανο τους απήγανους
     κλητική απήγανε απήγανοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
απήγανος

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απήγανος < μεσαιωνική ελληνική ἀπήγανον < αρχαία ελληνική πήγανον

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aˈpi.ɣa.nos/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

απήγανος αρσενικό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • ξορκισμένος με τον απήγανο: για κάτι που δεν το θέλουμε ή το αποφεύγουμε

Μεταφράσεις[επεξεργασία]