απαριθμώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀπαριθμῶ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απαριθμώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπαριθμῶ, συνηρημένος τύπος του ἀπαριθμέω < ἀπ- + ἀριθμέω / ἀριθμῶ

Ρήμα[επεξεργασία]

απαριθμώ, αόρ.: απαρίθμησα, παθ.φωνή: απαριθμούμαι, π.αόρ.: απαριθμήθηκα, μτχ.π.π.: απαριθμημένος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]