απεικονίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀπεικονίζω

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απεικονίζω < (ελληνιστική κοινήἀπεικονίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

απεικονίζω (παθητική φωνή: απεικονίζομαι)

  1. αναπαριστώ εικαστικά κάτι που αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις μου (κυρίως την όραση)
  2. (μεταφορικά) δείχνω, εκφράζω παραστατικά

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]