απειροκαλία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απειροκαλία < αρχαία ελληνική ἀπειροκαλία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
απειροκαλία θηλυκό
- η ιδιότητα του απειρόκαλου, η έλλειψη καλαισθησίας
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απειροκαλία