απειρόγαμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀπειρόγαμος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απειρόγαμος η απειρόγαμη το απειρόγαμο
      γενική του απειρόγαμου της απειρόγαμης του απειρόγαμου
    αιτιατική τον απειρόγαμο την απειρόγαμη το απειρόγαμο
     κλητική απειρόγαμε απειρόγαμη απειρόγαμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απειρόγαμοι οι απειρόγαμες τα απειρόγαμα
      γενική των απειρόγαμων των απειρόγαμων των απειρόγαμων
    αιτιατική τους απειρόγαμους τις απειρόγαμες τα απειρόγαμα
     κλητική απειρόγαμοι απειρόγαμες απειρόγαμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απειρόγαμος < (ελληνιστική κοινήἀπειρόγαμος

Επίθετο[επεξεργασία]

απειρόγαμος, -η, -ο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]