απενεργοποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απενεργοποίηση | οι | απενεργοποιήσεις |
γενική | της | απενεργοποίησης* | των | απενεργοποιήσεων |
αιτιατική | την | απενεργοποίηση | τις | απενεργοποιήσεις |
κλητική | απενεργοποίηση | απενεργοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, απενεργοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απενεργοποίηση < απενεργοποιώ + -ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
απενεργοποίηση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του απενεργοποιώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απενεργοποίηση