απενεργοποιώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απενεργοποιώ < απ- + ενεργοποιώ

Ρήμα[επεξεργασία]

απενεργοποιώ (παθητικό: απενεργοποιούμαι)

  1. διακόπτω τη λειτουργία μιας συσκευής, κλείνω
    παρακαλείστε πριν την έναρξη της παράστασης να απενεργοποιήσετε τα κινητά σας τηλέφωνα
  2. ακυρώνω τη δυνατότητα να ενεργοποιηθεί μια διαδικασία
    ο κυβερνήτης του αεροσκάφους απενεργοποίησε τον αυτόματο πιλότο

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]