απερίγραπτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απερίγραπτος < (ελληνιστική κοινή) ἀπερίγραπτος
Επίθετο[επεξεργασία]
απερίγραπτος, -η, -ο
- που δεν μπορεί να περιγραφεί (με θετική ή αρνητική απόχρωση)
- η ομορφιά του τοπίου ήταν απερίγραπτη
- η ακαταστασία στο δωμάτιο ήταν απερίγραπτη
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- απερίγραπτα
- → δείτε τις λέξεις περιγράφω και γράφω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απερίγραπτος