απλικατέρ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απλικατέρ < γαλλική applicateur < appliquer + -ateur < λατινική applicare, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος applico < ad + plico < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα pleḱ- ‎(πλέκω, υφαίνω)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

απλικατέρ ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]