απλοχεριά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απλοχεριά | οι | απλοχεριές |
γενική | της | απλοχεριάς | των | απλοχεριών |
αιτιατική | την | απλοχεριά | τις | απλοχεριές |
κλητική | απλοχεριά | απλοχεριές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απλοχεριά < μεσαιωνική ελληνική απλοχεριά
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
απλοχεριά θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απλοχεριά
|