αποβλάκωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποβλάκωση οι αποβλακώσεις
      γενική της αποβλάκωσης* των αποβλακώσεων
    αιτιατική την αποβλάκωση τις αποβλακώσεις
     κλητική αποβλάκωση αποβλακώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποβλακώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αποβλάκωση < αποβλακώ(νω) + -ση

Προφορά

ΔΦΑ : /a.poˈvla.ko.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πο‐βλά‐κω‐ση

Ουσιαστικό

αποβλάκωση θηλυκό

Άλλες μορφές

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις