απογίνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απογίνομαι < αρχαία ελληνική ἀπογίνομαι / ἀπογίγνομαι
Ρήμα[επεξεργασία]
απογίνομαι (αποθετικό ρήμα)
- γίνομαι
- καταλήγω
- (για φρούτα) ωριμάζω
- ξεγίνομαι
- παραγίνομαι
- γίνομαι χειρότερος, χειροτερεύω
- δε φέρομαι σωστά, παραφέρομαι