απογοητεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απογοητεύω < από + γοητεύω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική désenchanter)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.po.ɣo.iˈte.vo/

Ρήμα[επεξεργασία]

απογοητεύω , πρτ.: απογοήτευα, στ.μέλλ.: θα απογοητεύσω ή απογοητέψω, αόρ.: απογοήτευσα ή απογοήτεψα, παθ.φωνή: απογοητεύομαι, μτχ.π.π.: απογοητευμένος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]