αποδεικνύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀποδεικνύω

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποδεικνύω < αρχαία ελληνική ἀποδεικνύω / ἀποδείκνυμι < απο- + δείκνυμι

Ρήμα[επεξεργασία]

αποδεικνύω (παθητική φωνή: αποδεικνύομαι)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]