αποδεσμεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀποδεσμεύω

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποδεσμεύω < απο- + δεσμεύω < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική entbinden

Ρήμα[επεξεργασία]

αποδεσμεύω (παθητική φωνή: αποδεσμεύομαι)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]