αποθήκευση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: υποθήκευση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποθήκευση οι αποθηκεύσεις
      γενική της αποθήκευσης* των αποθηκεύσεων
    αιτιατική την αποθήκευση τις αποθηκεύσεις
     κλητική αποθήκευση αποθηκεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποθηκεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποθήκευση < αποθηκεύω + -ση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αποθήκευση θηλυκό

  1. η ενέργεια του αποθηκεύω, η τοποθέτηση σε αποθήκη ή άλλο μέρος για διατήρηση ή για φύλαξη
  2. (πληροφορική) η εγγραφή ενός αρχείου στο δίσκο
  3. (πληροφορική) η εγγραφή δεδομένων σε μνήμη

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]