αποθεματικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποθεματικό < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αποθεματικό ουδέτερο
- (οικονομία) το κεφάλαιο που σχηματίζεται από τα καθαρά κέρδη μιας επιχείρησης για την κάλυψη ενδεχομένων ζημιών