αποθεώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποθεώνω < αποθεώ
Η αποθέωση του Ομήρου του Ζαν Ντομινίκ Ένγκρ

Ρήμα[επεξεργασία]

αποθεώνω

κάμνω κάποιον θεό, εξυμνώ κάποιον ως θεό, εγκωμιάζω καθ΄ υπερβολήν, υποδέχομαι με ενθουσιασμό.

Αντώνυμα[επεξεργασία]

  • αποκολοκύνθωση, έργο του Σενέκα του Νεώτερου που αναφέρεται στο Κλαύδιο, μετά το θάνατό του, που αντί να θεοποιηθεί μετατράπηκε στο φυτό Κολοκύνθη.

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • «ο λαός τον αποθέωσε κατά την άφιξή του».

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]