αποθησαυρίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποθησαυρίζω < (ελληνιστική κοινήἀποθησαυρίζω < αρχαία ελληνική θησαυρίζω < θησαυρός (2. σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική thésauriser)

Ρήμα[επεξεργασία]

αποθησαυρίζω

  1. συγκεντρώνω πράγματα αξίας ή χρήματα
     συνώνυμα: αποταμιεύω, συσσωρεύω, αποθηκεύω
  2. καταγράφω λεξιλογικό ή κειμενικό υλικό που δεν έχει καταγραφεί, που είναι αθησαύριστο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]