αποικοδομήσιμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποικοδομήσιμος < αποικοδομώ + -σιμος
Επίθετο[επεξεργασία]
αποικοδομήσιμος, -η, -ο
- που μπορεί να αποικοδομηθεί
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις αποικοδομώ και οικοδομώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποικοδομήσιμος
|