αποκαθίσταμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποκαθίσταμαι < αρχαία ελληνική ἀποκαθίσταμαι, μέση φωνή του ἀποκαθίστημι

Ρήμα[επεξεργασία]

αποκαθίσταμαι, στ.μέλλ.: θα αποκατασταθώ, αόρ.: αποκαταστάθηκα, μτχ.π.π.: αποκατεστημένος

  1. (για ανθρώπους) με αποκαθιστούν ή με δικές μου πρωτοβουλίες ξαναβρίσκω τη θέση που είχα παλιότερα στα μάτια κάποιου/κάποιων ή την κοινωνική μου υπόληψη (αν είχε θιγεί), την δουλειά μου (αν είχα υποβιβαστεί), το βαθμό μου (αν μου είχε αφαιρεθεί), κοινωνικά (όταν έχω εκτεθεί ενώ ήμουν αθώος καταγγελιών), επανορθώνεται π.χ. μία αδικία
  2. (γ΄ πρόσωπο, για πράγματα) διορθώνεται, επισκευάζεται κάτι
    Αποκαθίσταται το μνημείο, το διατηρητέο κτήριο, το κύρος, η υπόληψη, η αλήθεια, η υγεία, η κυκλοφορία στους δρόμους, η τάξη, η ηρεμία, η τηλεφωνική επικοινωνία, η βλάβη κ.λπ.

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]