αποκαλώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀποκαλῶ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποκαλώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀποκαλέω / ἀποκαλῶ. Συγχρονικά αναλύεται σε απο- + καλώ

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.po.kaˈlo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πο‐κα‐λώ

Ρήμα[επεξεργασία]

αποκαλώ, πρτ.: αποκαλούσα, αόρ.: αποκάλεσα, παθ.φωνή: αποκαλούμαι, π.αόρ.: αποκλήθηκα

  • ονομάζω κάποιον ή κάτι με ένα προσωνύμιο, παρατσούκλι ή χαρακτηρισμό

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]