αποκλεισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποκλεισμός < (ελληνιστική κοινή) ἀποκλεισμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αποκλεισμός αρσενικό
- η αδυναμία μετακίνησης από και προς μια περιοχή λόγω εμποδίων
- η απομόνωση μιας περιοχής με στρατιωτικά ή άλλα μέσα, ώστε να μην επιτρέπεται η είσοδος ή έξοδος ανθρώπων ή αγαθών
- η ενέργεια με την οποία κάποιος που συμμετείχε σε μια συλλογική διαδικασία αποβάλλεται από αυτήν
- (αθλητισμός) η έξοδος ενός αθλητή ή μιας ομάδας από μια αθλητική διοργάνωση μετά από ήττα ή παραβίαση κανονισμών
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Περικύκλωση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποκλεισμός
η έξοδος ενός αθλητή μετά από ήττα η παραβίαση κανονισμών