αποκοίμισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποκοίμισμα < αποκοιμίζω + -μα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αποκοίμισμα ουδέτερο
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) άλλη μορφή του αποκοίμιση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποκοίμισμα
|