αποκρουστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποκρουστικός < αρχαία ελληνική ἀποκρουστικός (ο ικανός να αποκρούσει)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.po.kɾu.stiˈkos/
Επίθετο[επεξεργασία]
αποκρουστικός
- που προκαλεί φρίκη, αποτρόπαιος, ειδεχθής
- αποκρουστική ενέργεια
- πολύ άσχημος
- αποκρουστική εικόνα