αποκρυφιστής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αποκρυφιστής οι αποκρυφιστές
      γενική του αποκρυφιστή των αποκρυφιστών
    αιτιατική τον αποκρυφιστή τους αποκρυφιστές
     κλητική αποκρυφιστή αποκρυφιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποκρυφιστής < αποκρυφισμός + -τής (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική occultiste

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αποκρυφιστής αρσενικό

  1. αυτός που ασχολείται με τον αποκρυφισμό
  2. αυτός που αποδέχεται τον αποκρυφισμό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]