αποκωδικοποιητής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποκωδικοποιητής < αποκωδικοποιώ + -τής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αποκωδικοποιητής αρσενικό
- το σύστημα, το μηχάνημα ή η συσκευή που αποκωδικοποιεί