αποκόλληση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποκόλληση | οι | αποκολλήσεις |
γενική | της | αποκόλλησης* | των | αποκολλήσεων |
αιτιατική | την | αποκόλληση | τις | αποκολλήσεις |
κλητική | αποκόλληση | αποκολλήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποκολλήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποκόλληση < αποκολλώ + -ση (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική décollement)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αποκόλληση θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποκόλληση
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)