αποκόμιση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποκόμιση | οι | αποκομίσεις |
γενική | της | αποκόμισης* | των | αποκομίσεων |
αιτιατική | την | αποκόμιση | τις | αποκομίσεις |
κλητική | αποκόμιση | αποκομίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποκομίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αποκόμιση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του αποκομίζω