απολιθωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απολιθωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου απολιθώνω
Μετοχή[επεξεργασία]
απολιθωμένος, -η, -ο
- που έχει απολιθωθεί, που έχει μεταβληθεί σε απολίθωμα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απολιθωμένος