απολυταρχισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απολυταρχισμός < απολυταρχία + -ισμός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική absolutisme)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
απολυταρχισμός αρσενικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απολυταρχισμός
|