απομάκρυνση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απομάκρυνση οι απομακρύνσεις
      γενική της απομάκρυνσης* των απομακρύνσεων
    αιτιατική την απομάκρυνση τις απομακρύνσεις
     κλητική απομάκρυνση απομακρύνσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, απομακρύνσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απομάκρυνση < απομακρύνω + -ση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

απομάκρυνση θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]