απομυελινωτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απομυελινωτικός < απομυελίνωση + -τικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική démyélinisant)
Επίθετο[επεξεργασία]
απομυελινωτικός
- (ιατρική) που έχει σχέση με την απομυελίνωση, αναφέρεται σ' αυτή ή την προκαλεί
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απομυελινωτικός