απονενοημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απονενοημένος < (ελληνιστική κοινή) ἀπονενοημένος < αρχαία ελληνική μετοχή παθητικού παρακειμένου του ἀπονοέομαι, -οῦμαι
Μετοχή[επεξεργασία]
απονενοημένος, -η, -ο
- πολύ απελπισμένος, απεγνωσμένος
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- απονενοημένο διάβημα: η αυτοκτονία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απονενοημένος
|