απορρυπαντικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απορρυπαντικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου απορρυπαντικός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
απορρυπαντικό ουδέτερο
- λιποδιαλυτικό ένζυμο ή χημικό ή άλλη καθαριστική ουσία που χρησιμοποιείται για την απορρύπανση, τον καθαρισμό των ρούχων κ.λπ.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
απορρυπαντικό
- αιτιατική ενικού του απορρυπαντικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του απορρυπαντικός