αποσαφήνιση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποσαφήνιση | οι | αποσαφηνίσεις |
γενική | της | αποσαφήνισης* | των | αποσαφηνίσεων |
αιτιατική | την | αποσαφήνιση | τις | αποσαφηνίσεις |
κλητική | αποσαφήνιση | αποσαφηνίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποσαφηνίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποσαφήνιση < αποσαφηνίζω + -ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αποσαφήνιση θηλυκό
- η διαδικασία και το αποτέλεσμα του αποσαφηνίζω
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποσαφήνιση