αποσιωπητικά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα αποσιωπητικά
      γενική των αποσιωπητικών
    αιτιατική τα αποσιωπητικά
     κλητική αποσιωπητικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποσιωπητικά < αποσιωπώ + -τικά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αποσιωπητικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]