αποσιώπηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποσιώπηση | οι | αποσιωπήσεις |
γενική | της | αποσιώπησης* | των | αποσιωπήσεων |
αιτιατική | την | αποσιώπηση | τις | αποσιωπήσεις |
κλητική | αποσιώπηση | αποσιωπήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποσιωπήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποσιώπηση < ελληνιστική κοινή ἀποσιώπησις < ἀποσιωπάω / ἀποσιωπῶ < αρχαία ελληνική ἀπό + σιωπάω / σιωπῶ < σιωπή
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αποσιώπηση θηλυκό
- η ενέργεια του αποσιωπώ, η αποφυγή της αναφοράς σε κάτι ώστε να μην γνωστοποιηθεί
- (σχήμα λόγου) η χρήση των αποσιωπητικών
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποσιώπηση
|