αποσταθεροποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποσταθεροποίηση | οι | αποσταθεροποιήσεις |
γενική | της | αποσταθεροποίησης* | των | αποσταθεροποιήσεων |
αιτιατική | την | αποσταθεροποίηση | τις | αποσταθεροποιήσεις |
κλητική | αποσταθεροποίηση | αποσταθεροποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποσταθεροποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποσταθεροποίηση < αποσταθεροποιώ + -ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αποσταθεροποίηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του αποσταθεροποιώ
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις αποσταθεροποιώ, από, σταθεροποιώ, σταθερός και ποιώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποσταθεροποίηση