αποστομώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποστομώνω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀποστομόω / ἀποστομῶ + -ώνω

Ρήμα[επεξεργασία]

αποστομώνω (παθητική φωνή: αποστομώνομαι)

  • οδηγώ κάποιον, με τα επιχειρήματα που λέω, στο να μην μπορεί να απαντήσει ή να συνεχίσει να υποστηρίζει τη θέση του

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]