αποστροφή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀποστροφή

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποστροφή οι αποστροφές
      γενική της αποστροφής των αποστροφών
    αιτιατική την αποστροφή τις αποστροφές
     κλητική αποστροφή αποστροφές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποστροφή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀποστροφή και σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική aversion[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.po.stɾoˈfi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πο‐στρο‐φή

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αποστροφή θηλυκό

  1. έντονο αρνητικό συναίσθημα για κάτι ή κάποιον που σε κάνει να στρέφεσαι προς την άλλη μεριά, αντιπάθεια ή απέχθεια ή αηδία
  2. (ρητορικό σχήμα) το να απευθύνεται ρητορικά ο ομιλητής σε κάποιο πρόσωπο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]